Ελλειπτικά (Modal or Defective Verbs) λέγονται τα ρήματα που δεν μπορούν να σχηματίσουν όλους τους χρόνους των κανονικών ρημάτων και δεν έχουν όλους τους τύπους (μετοχές, κλπ.).
Ακολουθούνται πάντα από ένα άλλο ρήμα το οποίο είναι πάντα στο απαρέμφατο χωρίς to.
I can swim. ΟΧΙ I can to swim.
He must study. ΟΧΙ He must to study.
We could see them. ΟΧΙ We could to see them
Τέτοια ρήματα είναι:
may – might / can – could / will – would / shall – should
must / ought to / need / dare
Υπάρχουν μερικά ρήματα και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται σαν Modal Verbs και τα οποία έχουν σχεδόν την ίδια έννοια. Αυτά είναι:
be able to = can
had better = should
have to / have got to = must
used to = would
We had better leave. It’s late. = We should leave…
We would play in the square until late. = We used to play…
Το can (μπορώ) δείχνει:
-
- ικανότητα (to be able to)
I can sing and dance.
I can’t fly a helicopter. - άδεια (may)
You can use my computer now that I have finished.
Can I go out with my friends, mum? – Yes, you can. – No, you can’t.
You can’t go out. Tidy your room first. - παράκληση
Can you help me with these bags? - αρνητικό λογικό συμπέρασμα (I don’t think)
She drives an old Fiat. She can’t be rich.
- ικανότητα (to be able to)
Το could (μπορούσα) δείχνει:
-
- ικανότητα στο παρελθόν (was able to)
I could not swim well last year.
I couldn’t read when I was five years old. - άδεια (ευγενικό)
Could I go out, sir? – Of course you can.
- ικανότητα στο παρελθόν (was able to)
Χρησιμοποιείται επίσης στις υποθετικές προτάσεις.
If you gave me some money, I could buy an ice cream.
Το could have + past participle εκφράζει κάτι που ήταν δυνατό να γίνει στο παρελθόν αλλά δεν έγινε.
Be careful! You could have fallen into the water.
Το was / were able to εκφράζει:
-
- ικανότητα στο παρελθόν γενικά.
Were you able to swim at the age of five? = Could you swim…
- ικανότητα σε μια συγκεκριμένη στιγμή στο παρελθόν
Were you able to pass the test?
I didn’t have my key but I was able to get in through the bathroom window.
- ικανότητα στο παρελθόν γενικά.
Το may (ίσως / μπορώ) στην κατάφαση και την άρνηση δείχνει πιθανότητα (ίσως – perhaps) ενώ στην ερώτηση χρησιμοποιείται για να ζητήσει άδεια – είναι πιο ευγενικό από το can.
She may come to the party tomorrow.
It may snow tonight.
May I go with them? – No, you can’t.
May I open the window? – Of course you may / can.
Το may have + past participle εκφράζει κάτι που είναι πιθανό να έγινε στο παρελθόν (δε γνωρίζουμε αν έγινε).
Father hasn’t come yet. He may have been busy.
Το might (ίσως) στην κατάφαση εκφράζει πιθανότητα – αβεβαιότητα.
I might go out tonight but the weather seems to be very bad.
Το might have + past participle εκφράζει κάτι που ήταν πιθανό να γίνει στο παρελθόν αλλά δεν έγινε.
Why did you drive so fast? You might have had an accident. = you could have had…
Το must (πρέπει) παίρνει πάντα υποκείμενο και δείχνει:
-
- λογικό συμπέρασμα (I think)
Giorgos has been driving all day. He must be very tired.
His name is Costas, so he must be Greek. - ισχυρή υποχρέωση, καθήκον (have to)
You must do this at once.
You must be more careful when you do your homework.
You must always tell the truth. - απαγόρευση (it’s forbidden)
You mustn’t touch the fire. You’ll burn yourself. - αναγκαιότητα (need)
You must go now. I want to work. / Must they buy new shoes?
- λογικό συμπέρασμα (I think)
Με το must have + past participle εκφράζουμε το συμπέρασμα ότι κάτι έγινε στο παρελθόν.
He must have been very careless to make so many mistakes in this easy test.
Το have to (είναι ανάγκη να, πρέπει να) δείχνει αναγκαιότητα.
I had to work late last night.
He has to see the doctor again.
What a pity you have to go now! Can’t you stay a bit longer?
Need they buy new shoes? = Do they have to buy new shoes?
He must buy new shoes. = He has to buy new shoes. = He needs to buy new shoes.
You don’t have to do your homework today. It’s Friday. = You needn’t do…
Το had to (έπρεπε να, χρειάστηκε) χρησιμοποιείται στη θέση του must για το παρελθόν.
Did you have to stay late at work?
We didn’t have to wake up early.
We didn’t have to go to school yesterday. It was a holiday.
Το ought to (οφείλω να, πρέπει) δεν είναι τόσο ισχυρό όσο το must.
They ought to be here at 9:00.
You ought to come to Jenny’s party tonight.
Το should (θα πρέπει) χρησιμοποιείται για να δώσουμε ή να ζητήσουμε συμβουλή, να δείξουμε υποχρέωση, καθήκον ή προσδοκία.
You should spend more time on your English. = You ought to spend…
You should be more careful when you do your homework. = You ought to be…
You shouldn’t smoke so much. = You ought not to smoke…
What should I do now? Should I stay or should I go?
They should arrive soon.
Χρησιμοποιούμε ought to / should have + past participle όταν έπρεπε να έχουμε κάνει κάτι στο παρελθόν αλλά δεν το κάναμε.
We ought to / should have studied harder for the test.
You ought to / should have spoken to him in English.
Χρησιμοποιούμε ought not to / should not have + past participle όταν δεν έπρεπε να έχουμε κάνει κάτι στο παρελθόν αλλά το κάναμε.
We ought not to / should not have told him about the test.
- Το need (είναι ανάγκη να, χρειάζεται να) παίρνει πάντα υποκείμενο και χρησιμοποιείται κυρίως σε ερώτηση και άρνηση.
Need you go now?
You needn’t give me any money. I have enough.
He needn’t go there if he doesn’t want to.
You needn’t take an umbrella because the weather seems to be fine.
Το need (χρειάζομαι) είναι κύριο ρήμα και έχει κανονικά όλους τους τύπους – χρόνους.
She needs new clothes
She doesn’t need any help.
We didn’t need to buy anything.
Το used to (συνήθιζα να) περιγράφει κάτι που γινόταν στο παρελθόν – μια συνήθεια που είχαμε – αλλά δεν γίνεται πλέον. Έχει μόνο αόριστο χρόνο.
I used to smoke but I don’t anymore.
Last year he used to come here every day. = Last year he would come…
He used to bring me flowers before we got married.
Did you use to run fast when you were young?
Το dare (τολμώ) χρησιμοποιείται κυρίως σε άρνηση και ερώτηση.
I dare not go into that old house. It’s haunted.
Dare you go?
I do not dare to go into that old house.